καφεποσία

καφεποσία
η
το να πίνει κάποιος πολλούς καφέδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καφεπότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Αθανάσιο Ρουσόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”